- λίζιος
- λίζιος, -ία, -ον (Μ)1. (το αρσ. συν. με τα ουσ. άνθρωπος, καβαλάρης, φλαμουριάρης ή μόνο του ως ουσ.) υποτελής τιμαριούχος2. μτφ. υπόδουλος το αρσ. ως ουσ. ὁ λίζιοςακόλουθος, υπασπιστής4. το θηλ. ως ουσ. ἡ λιζίαη σχέση αμοιβαίας πίστης μεταξύ λιζίου και τού ηγεμόνα του5. το ουδ. ως ουσ. τὸ λίζιονη υποτέλεια6. φρ. «λίζιος ἀφέντης» ή «λίζιος κύρης» — τιμαριούχος ηγεμόνας σε σχέση με έναν υποτελή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. ligius ή < γαλλ. lige].
Dictionary of Greek. 2013.